- διεκπορεύομαι
- διεκπορεύομαι (Α) [εκπορεύομαι]1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι2. διέρχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεκπορευθῆναι — διεκπορεύομαι go out through aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκπορεύεται — διεκπορεύομαι go out through pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)